Ναι, η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν Mανιάτισσα αλλά δεν το βροντοφώναζε κιόλας


Ακολουθεί μια παλαιότερη ανάρτηση μου σχετικά με την μανιάτικη καταγωγή της Αλίκης την οποία και είχα συμπληρώσει σε δεύτερο χρόνο με το υπέροχο κείμενο του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη για την Αλίκη και την [μοναδική] ανάλυσή του πάνω στο «φαινόμενο Βουγιουκλάκη». Μου έχει κάνει εντύπωση, ωστόσο, το γεγονός ότι η Μάνη «δεν λέει να ανοίξει το κεφάλαιο Αλίκη Βουγιουκλάκη»  και σημειώνω κάτι τέτοιο γιατί πιστεύω ότι …..επιβάλλεται  να υπάρχει στην Μάνη χώρος αφιερωμένος στην μεγάλη μας ηθοποιό.


20 Ιουλίου γεννήθηκε. 23 Ιουλίου του 1996 ήταν γραφτό να φύγει από τη ζωή. Θυμόμαστε σήμερα την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μια Αλίκη που μόνο διάφανη δεν ήταν. Είχε επιλέξει να αφήσει σκόπιμα στο σκοτάδι ουκ ολίγες πτυχές της ζωής της. Πρώτα και κυριότερα την ημερομηνία της γέννησής της, μυστικό επτασφράγιστο που δεν αποκάλυψε ποτέ αφού ήξερε πως οι συζητήσεις που φούντωναν γύρω από την ηλικία της λειτουργούσαν υπέρ της. Σε συνέντευξη που της είχε πάρει ο Ζάχος Χατζηφωτίου και στην ερώτησή του για την ηλικία της αυτή τον είχε αποστομώσει. «Γιατί να σου πω; Είναι σαν να αποκαλύπτω το όνομα του δολοφόνου σε αστυνομική ταινία πριν το τέλος της». Μια και εθίγη όμως το καυτό ζήτημα της ηλικίας, η Αλίκη ήταν γεννημένη μεταξύ του 1930 και του 1934. Την απόλυτη αλήθεια, βέβαια, δε θα μάθουμε ποτέ.

Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο της ζωής της που άφηνε στο σκοτάδι και μετά βίας έθιγε μόνον όταν είχε απέναντί της ένα ανυποχώρητο δημοσιογράφο ήταν η καταγωγή της. Η Αλίκη ήταν Μανιάτισσα και φαίνεται πως είχε επιλέξει να διαγράψει το κεφάλαιο «Μάνη» μια και ήταν στενά συνδεδεμένο με τον πατέρα της τον οποίο έχασε πρόωρα και με τρόπο αδιανόητο για ένα παιδί. Η απώλεια αυτή που σημάδεψε την Αλίκη για πάντα στάθηκε ενδεχομένως  ο λόγος για τον οποίο έκλεισε τους λογαριασμούς της με το παρελθόν, με τη Μάνη, με τις ρίζες της.

Η οικογένεια Βουγιουκλάκη καταγόταν από τη Λάγια. Η γιαγιά της η Σταματίνα ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και με ταλέντο στο να σκαρώνει αυτοσχέδια στιχάκια. Ο παππούς Αντώνης από την άλλη, γλύπτης αξιόλογος, πετρομάστορας και εργολάβος η φήμη του οποίου ξέφυγε από τα στενά όρια της Μάνης. Ο πατέρας της Αλίκης, Ιωάννης Βουγιουκλάκης, δικηγόρος που υπηρέτησε ως Νομάρχης Αρκαδίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Σε μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία που βρίσκεται στο σπίτι του μικρού αδελφού της Αλίκης, Τάκη, υπάρχει η εξής χειρόγραφη λεζάντα: «Ιωάννης Αντωνίου Βουγιουκλάκης εκ Λαγείας Λακωνίας έλκων το γένος. Νομάρχης Αρκαδίας Αύγουστος 1941 – Ιούνιος 1943. Εκρεουργήθη παρ’ Ελασιτών τη 31η Δεκεμβρίου 1943 εις χαράδραν Κυνουρίας». Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που ρίχνουν φως στην ιστορία, τη δράση αλλά και στο σκληρό τέλος του πατέρα της Αλίκης, είναι ωστόσο δύσκολο να εμβαθύνουμε εδώ σε γεγονότα και σε μια εποχή που αποτελεί ένα από τα πιο σκοτεινά κομμάτια της Ελληνικής Ιστορίας.

Η οικογένεια Βουγιουκλάκη πάντως, μετά το τραγικό γεγονός, κάνει μια νέα αρχή στο Μαρούσι της Αθήνας. Μαζί με την ιστορία της τραγικής απώλειας του πατέρα που θα θάψει βαθιά μέσα της η Αλίκη μοιάζει να διαγράφει τη Μάνη και την οικογενειακή της ιστορία. Μια θυσία που επέβαλλε ως απαραίτητη στον εαυτό  της προκειμένου να ανοίξει ένα νέο, «καθαρό» κεφάλαιο ζωής. Ένα κεφάλαιο που εξάντλησε με μανιάτικο δυναμισμό εκτινάσσοντάς την στην κορυφή. Η ζωή την έκανε αγωνίστρια και οι «αντρίκιες προδιαγραφές» που η ίδια διατεινόταν ότι είχε ήταν ευλογία και κληροδότημα του τόπου της. Αν και φαινομενικά την είχε διαγράψει, τελικά κουβαλούσε μέσα της τη Μάνη μέχρι τέλους.


Σημείωση: Στοιχεία αντλήσαμε από την πιο πετυχημένη ενδεχομένως βιογραφίας της Αλίκης, το βιβλίο «Η Αλίκη και οι … άλλοι» του Αλκίνοου Μπουνιά.

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης: «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΗΝ «ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ» Α’ ΜΕΡΟΣ [2016]

Η φράση είναι του ΜΙΝΩΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗ, ο οποίος την είχε σκηνοθετήσει στο θέατρο. Στις 23 Ιουλίου χτες συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από το θάνατο της, Κι είναι σαν να μην έχει λείψει ούτε μέρα. Με τον ίδιο τρόπο λατρεύεται, με τον ίδιο τρόπο αναθρέφει μικρά παιδιά, με τον ίδιο τρόπο αμφισβητείται από μια ηλικία κι ύστερα, με τον ίδιο τρόπο αναγνωρίζεται ως ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, με τον ίδιο τρόπο βάζει σε περισυλλογή κάποιους, με τον ίδιο τρόπο σκύβουν το κεφάλι απέναντι της  όσοι συναισθάνονται πως μπορεί κάπου να την αδίκησαν. Το θέμα είναι ότι Η ΑΛΙΚΗ ΖΕΙ!!!

Κι ο υποφαινόμενος ξεκινά από τη φράση του μεγάλου Μίνωος διότι μέσα εκεί κρύβεται ένα τεράστιο μέρος του ΜΥΣΤΙΚΟΥ της επιτυχίας της και της ιδιοσυστασίας της. Πως η «Αλίκη Βουγιουκλάκη» ήταν ΡΟΛΟΣ. Ένας ρόλος που δεν λεγόταν έτσι όταν έκανε την επιτυχία του αλλά και τέτοια επιτυχία δεν έχει ξαναδεί άνθρωπος κι ο ρόλος μετατρέπεται σε τεχνοτροπία, σε περσόνα , σε προσωπικότητα κι ως έτσι τα νομίζουν ενώ το αληθινό πρόσωπο δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτόν. Η Αλίκη δεν ήταν η «Αλίκη Βουγιουκλάκη», ήταν όμως το «Αλικάκι» και στις δύο περιπτώσεις αφού η επιτυχία αυτού του ρόλου δεν είχε προηγούμενο ούτε κι επόμενο.

Όπως λοιπόν μου είχε εξηγήσει η ίδια, σε ατέρμονες συζητήσεις πολύ καλής ποιότητος γύρω από την τέχνη της και τον εαυτό της, ναι… είχε να κάνει με αυτό που είπε ο Μίνως.

Τη φράση της Αλίκης που ακολουθεί, την έχω επικαλεστεί πολλές φορές σε κριτικές μου διότι  είναι από αυτές που μου άνοιξαν πόρτα στο νου, και με βοήθησαν στην κατανόηση αλλά και στην κριτική για ερμηνείες ηθοποιών και να μη λέω ο «πειστικός», ο «επαρκής» και λοιπά κλισέ αγνοίας.

Μου είχε πει λοιπόν ότι το σημαντικότερο δώρο για ένα ηθοποιό είναι να βρεθεί ο ρόλος που θα τον ξεκλειδώσει, που θα του δείξει ποιο είναι το αληθινό καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο του και πάνω του θα πρέπει εφεξής να πατάει για να ερμηνεύει τους ρόλους.

«Έξι χρόνια στο ξεκίνημα μου πήγαινα από εδώ κι από κει. Μου άρεσε η Βάσω Μανωλίδου όταν ήμουν μαθήτρια στη Σχολή του Εθνικού, πιθανόν κάτι τέτοιο να ήθελα να γίνω αλλά στο μπέρδεμα μιας πιτσιρίκας όλα αυτά.
Έξι  χρόνια έπαιζα εδώ κι εκεί, και στο σινεμά και στο θέατρο, εννοείται πως δεν είχα φανταστεί τη συνέχεια, είχα μέσα μου βέβαια τη φιλοδοξία και το δαίμονα αλλά δεν ήξερα που θα με πάει».

Στα πλαίσια της «φιλοδοξίας» και του «δαίμονα» μου είχε αναφέρει ένα περιστατικό, πως πήγε στο Φίνο όταν ετοιμαζόταν «Η θεία από το Σικάγο» και προφανώς θα την είχαν υπόψη για κάποια από τις τέσσερις θυγατέρες του στρατιωτικού κι εκείνη, όταν συναντήθηκε με το Φίνο, μια άγνωστη πιτσιρίκα, του είπε με θράσος απύθμενο «δεν με βρίσκετε πολύ νέα για να παίξω τη «θεία»; Κι ο Φίνος την έδιωξε με τις κλωτσιές… Που να ήξερε κι αυτός τη συνέχεια…

«Ώσπου ήρθε ο ρόλος της Λίζας Παπασταύρου στο «ΞΥΛΟ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ». Κι εκεί λευτερώθηκε ο  καλλιτεχνικός εαυτός μου και μου φανέρωσε, μου επέβαλε, το κορίτσι. Πως αυτό ήμουν».

Μόνο που το κορίτσι και τη χαριτωμένη ενζενί την είχε παίξει και στη «μουσίτσα» και στο «διακοπές στην Αίγινα» που γυρίστηκαν πριν πάει στου Φίνου, όταν ακόμα ψαχνόταν. Δεν είχαν όμως κάνει την καθοριστική επιτυχία. Καθόλου θα έλεγα. Ήταν κι αυτοί μερικοί από τους ρόλους. Όπως ήταν ο «Μιμίκος και η Μαίρη» που είχε κάνει μεγαλύτερη επιτυχία από τη «μουσίτσα» αλλά παρόλα αυτά δεν είχε συμβεί κανένας πανικός .

Και την ίδια χρονιά, ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης την πήρε και την πήγε στο Φίνο που θα έκανε σε συμπαραγωγή μαζί του την «Αστέρω» κι εκεί ο Φίνος κλώτσησε  μεν, το δέχτηκε δε, κι η «Αστέρω» έγινε Νο 1 στον εισπρακτικό πίνακα τη σαιζόν εκείνη. Ακόμα όμως δεν έχει συμβεί το ιδιαίτερο.

Την ίδια σαιζόν, 1958-59 δηλαδή, στο θέατρο, την αναλαμβάνει ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ. Να την κάνει πρωταγωνίστρια. Στο θέατρο ως εκείνη τη στιγμή, έχει υποστεί πολλές ταλαιπωρίες από εδώ κι από εκεί, την έχει διώξει ο Μυράτ από το θίασο «Κοτοπούλη» , έχει πάει στην ΚΑΤΕΡΙΝΑ, με την οποία θα κάνουν λατρευτική σχέση, παρόλο ότι η Κατερίνα ήταν σκληρό καρύδι και ψυχρή γυναίκα, αλλά κάπου τη συμπάθησε τη «μικρή» (την αποκάλεσε και «γουρλού» επειδή στην πρώτη ανάγνωση της «Θεατρίνας» του Σόμερσετ Μωμ έδωσε μια η άγαρμπη νεαρή Αλίκη στο φλιτζάνι του καφέ και τον έχυσε όλο πάνω στο κείμενο κι η Κατερίνα αναφώνησε με την χαρακτηριστική της φωνή «γούυυυυυυυυυρι, γουυυυυυυρι, η μικρή είναι γουρλούυυυυυυυυ», της εμπιστεύτηκε ρόλους, που έφεραν και καλές κριτικούλες, την είδε ο Μουσούρης στο «Κοντσέρτο» του Χέρμαν Μπάαρ και την κάλεσε για ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ.

Όπου, όπως μου έχει πει και η ίδια, «το όνειρο κάθε κοπέλας που έβγαινε τότε στο θέατρο ήταν να γίνει πρωταγωνίστρια του θεάτρου Μουσούρη». Κι αυτός ήταν ένας υπαρκτός μύθος από τα χρόνια της Κατοχής με τη ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ που είχε επεκταθεί στη μεταπολεμική περίοδο και στην επάνοδο του Μουσούρη από την Αμερική με ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ, ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗ, ΒΑΣΩ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ.  Η Τζένη Καρέζη κι η Τζένη Ρουσσέα ήρθαν  μετά (την Αλίκη).

Κι αμέσως μετά τη Βαλάκου, λοιπόν, ο Μουσούρης καλεί τη Βουγιουκλάκη, πιθανόν με τη μεσολάβηση του Μάριου Πλωρίτη αλλά αυτά δεν έχουν καμία σημασία, και της ανεβάζει τον «Πυγμαλίωνα»  του Μπέρναρτ Σω αλλά με τον νέο τίτλο, επειδή χαλάει κόσμο στο Μπροντγουέι ένα μιούζικαλ που βασίζεται στο έργο και χρησιμοποιεί ο Μουσούρης αυτό τον τίτλο: «ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ».  Για να υπογραμμίσει τη νέα πρωταγωνίστρια του.

Και γίνεται χαμός. Εκείνη λοιπόν είναι η πρώτη χρονιά που η Βουγιουκλάκη πετάγεται στα ύψη του στερεώματος με πρωτιά σε θέατρο και σε κινηματογράφο. Μια και το θέατρο του Μουσούρη (μαζί με του Μυράτ που παίζει ένα δύσκολο έργο, «Το κράτος του Θεού») είναι τα μόνα που βγάζουν τη σαιζόν με ένα έργο.

Η Αλίκη έχει κάνει την επιτυχία αλλά τον εαυτό της δεν τον έχει βρει.

Και τότε έρχεται το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» για το σινεμά. Αυτό ήταν! Είχε ξεκινήσει η διασαφήνιση περί ενός ταλέντου κι ενός προσώπου που ακτινοβολεί αλλά δεν ήταν ακόμα το κάτι ιδιαίτερο κι ας είχε δύο επιτυχίες πρώτης σειράς.

Αυτό που ωρίμαζε, έσκασε σαν βόμβα το καλοκαίρι που γυριζόταν «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» του Αλέκου Σακελλάριου.

«Εκεί λευτερώθηκα. Εκεί βγήκε στο φως ο καλλιτεχνικός εαυτός μου, η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία μου, αυτό που έφερα εντός μου και δεν το ήξερα. Αυτή είναι κι η αγωνία του κάθε ηθοποιού» μου έλεγε «να βρει το ρόλο που θα τον ξεκλειδώσει. Ήμουν τυχερή που τον βρήκα σχετικά νωρίς. Άλλοι ηθοποιοί καθυστερούν και δυστυχώς οι περισσότεροι δεν τον βρίσκουν και ποτέ»

Αυτή η φράση, εμένα προσωπικώς ως ΚΡΙΤΙΚΟ με στοίχειωσε. Έγινε μπούσουλας ακόμα και φακός της νύχτας.

Ο ρόλος λευτερώνει την Αλίκη και του δίνει ότι διέθετε κρυμμένο η ψυχή της. Το κορίτσι. Το χαρούμενο, το ανέμελο, το πονηρό, ο ευαίσθητο, το χαμογελαστό όπου το χαμόγελο γίνεται μέρος της καλλιτεχνικής της προσωπικότητας και της απεριόριστης γοητείας της. Δεν άφησε ίχνος της έννοιας «ΚΟΡΙΤΣΙ» που να μην το επεξεργαστεί και να μην το προβάλλει .Κι επειδή τα νέα κυκλοφορούν , και το φιλμ προγραμματίζεται για Νοέμβριο του 1959 στους κινηματογράφους, ο Κώστας Μουσούρης, που την έχει «κλείσει» για πρωταγωνίστρια και τον επόμενο χρόνο , αποφασίζει να το αξιοποιήσει κι αυτός το νέο που έρχεται και την κάνει κι αυτός ΜΑΘΗΤΡΙΑ. Διαλέγει ένα έργο ουγγαρέζικο, και με τίτλο ΚΑΙΡΙΟ, το «ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΕΙΑΤΑ» του Λαντισλάους Φοντόρ που το είχε παίξει προπολεμικά με μια άλλη Αλίκη, την κόρη της Κυβέλης, την Αλίκη Θεοδωρίδου-Νορ, που τότε έκανε καριέρα ως «Αλίκη» (θέατρο «Αλίκης» λεγόταν παλιά και το θέατρο «Μουσούρη»  ως δώρο του επιχειρηματία Θεοδωρίδη στην κόρη του με την Κυβέλη, Αλίκη, η οποία χώρισε τον Μουσούρη, έφυγε στην Αμερική, και του πούλησε το θέατρο που το μετονόμασε εκείνος σε «Μουσούρη»)και το είχε επαναλάβει το 1944 με την ενζενί ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ ως «Σκάνδαλο σε γυμνάσιο θηλέων». Τώρα το έφερνε με τον αρχικό τίτλο κι η Αλίκη ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΚΙ ΟΘΟΝΗΣ, για τη νέα σαιζόν θα κυκλοφορούσε ως ΜΑΘΗΤΡΙΑ.

Κι έγινε ο χαμός του χαμού. Εκεί είναι που η ουρά του «Μουσούρη» συναντά την ουρά του «Αττικόν» που παίζει το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», δηλαδή από Πλατεία Καρύτση μέχρι στροφή Σταδίου.

Διότι στο «Ξύλο….» έχουν μπει πολλοί και δουλεύουν πάνω στο ρόλο που λευτερώνεται και λευτερώνει, είναι ο Φίνος, είναι ο Σακελλάριος, που στο μεταξύ «του» πεθαίνει μετά από λίγο ο Λογοθετίδης που τον ενέπνεε και βρίσκει νέα πηγή έμπνευσης, καθώς τις δικές του «κατεργαριές» μπορεί να τις αξιοποιεί συγγραφικά και να τις μεταφέρει πάνω στο «κατεργάρικο κορίτσι»- του λευτερώνει και του Σακελλάριου μια συγγραφική πλευρά και τ δίνει και σε αυτόν εκ νέου ώθηση. Και μπαίνει στην υπόθεση κι ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ που συμπληρώνει τη χάρη και την ευαισθησία αυτού του κοριτσιού, γράφοντας της τραγούδια από τα ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ του, σε ‘όλες τις ταινίες της, μέχρι που έφυγε από την Ελλάδα.

Και τότε την ανέλαβε ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ κι ακολούθησαν ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ, ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ, ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ, ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ, ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ,χώρια τους σταθερούς κινηματογραφικούς όπως ο ΤΑΚΗΣ ΜΩΡΑΚΗΣ, ο ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΑΣ, ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ αλλά κι ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ της έγραψε για το θέατρο (για την «ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ»  του Ρούσου σε στίχους τραγουδιών ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΚΟΥΦΑ)που το κυκλοφόρησε σε δίσκο με τίτλο «Προδομένος λαός» και για την “ΑΝΤΙΓΟΝΗ”)) και πρόλαβε κι ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ  τόσο σε δίσκο όσο και στο θέατρο!

Αυτό για το ΠΟΙΟΙ την «ΥΠΕΓΡΑΨΑΝ». Τόσοι συνθέτες για έναν άνθρωπο δεν ξέρω αν υπάρχουν σε περιπτώσεις τραγουδιστή ή τραγουδίστριας που να τους έχουν γράψει δικά τους τραγούδια ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ  ΟΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ.!!!

Κλείνει η παρένθεση περί ΣΥΝΘΕΤΩΝ για το ποια ήταν η Αλίκη!

Κι αυτό που συμβαίνει δεν έχει προηγούμενο λατρείας.

Διότι πέραν όλων των άλλων που είχε αυτός ο ρόλος ώστε να λευτερώσει το ταμπεραμέντο του συγκεκριμένου κοριτσιού, που δεν είχε λευτερώσει φερειπείν το ταμπεραμέντο της Μαρίας Καλουτά προς αυτή την κατεύθυνση, όταν το είχε παίξει πριν πολλά χρόνια στο θέατρο, συμβαίνει και κάτι άλλο- αυτό κι αν είναι ΜΥΣΤΙΚΟ της επιτυχίας: Ότι για πρώτη φορά πρωταγωνίστρια μιλά ΕΛΛΗΝΙΚΑ κι όχι «ΣΤΑ ελληνικά» ή «Ελληνο-Γαλλικά» όπως μιλούσαν μέχρι τότε.

Η Λαμπέτη βγήκε από το σινεμά, δεν μπορούσε να συναγωνιστεί σε πρωτιά το ενζενίστικο της Αλίκης, (αναζητήστε λίγο στο «ελληνογαλλικό), η δε Μελίνα που είχε αφήσει πίσω της την πρωτιά μιας «Στέλλας» προ Αλίκης, επέστρεφε με το διεθνές «Ποτέ την Κυριακή» κι έβλεπε να έρχεται Τρίτη σε εισπράξεις, μετά το «Η Αλίκη στο Ναυτικό» και τη «Μανταλένα. Δεν της ήρθε ωραία ούτε της μιας ούτε της άλλης…

Η δροσιά και τα κοριτσίστικα στοιχεία που λευτερώνονται έχουν να κάνουν και με αυτό. Είναι ΑΜΕΣΗ. Κι ο κινηματογράφος που φτάνει μέχρι τελευταία γωνιά της αποξενωμένης ελληνικής επαρχίας, φέρνει κάτι φρέσκο, κάτι νέο, κάτι καινούργιο. Κάτι έτοιμο για να λατρευτεί. Και μπαίνουμε και στη δεκαετία του 60.

Κι έτσι λατρεύεται. Ούτε ροκ σταρ στον τόπο του δεν έχει ζήσει αυτό που συνέβη με την Αλίκη στον δικό της.

Κι όλα βαίνουν καλώς κι η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη .

Γίνεται φαινόμενο. Η ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ στο πρωτοσέλιδο χρονογράφημα της στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» γράφει άρθρο με τίτλο «Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ Α.Β»

Κερδίζει το Βραβείο Ερμηνείας Α’ Γυναικείου Ρόλου στο πρώτο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την «ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ». Αναγνωρίζεται δηλαδή κι ως ηθοποιός. Εκεί που θα της φερθούν με υπέρμετρη ΑΝΑΝΔΡΙΑ κι ΑΓΕΝΕΙΑ, 35 χρόνια αργότερα, όταν εκείνοι θα την καλέσουν για να πάει να απονείμει βραβείο, η ίδια θα το αποδεχτεί χωρίς να κάνει την βεντέτα, κι όταν θα βγει στη σκηνή θα την κράξουν. Κι η τότε διεύθυνση του Φεστιβάλ θα ποιήσει την νησαν- στίγμα που δεν θα βγει πότε από πάνω τους. Τόσο εκείνων που το διέπραξαν όσο και των άλλων που το καλλιέργησαν μα κι αυτών που δεν της ζήτησαν μια επίσημη συγγνώμη…..

Παρόλα αυτά, παρά τις επιτυχίες και τον χαμό, δεν σπεύδει να γίνει θιασάρχης, πάει και τρίτη σαιζόν στου Μουσούρη.

Και για να γίνει θιασάρχης(αυτό υποδηλώνει και την ποιότητα με την οποία αντιμετώπιζε τη δουλειά της) φεύγει περιοδεία ανά την Ελλάδα, πάει και στην Κύπρο, έτσι γινόταν τότε, έτσι μέτραγαν τη δυναμική τους, κρεμιούνται σαν τσαμπιά για να τη δουν κι αποφασίζει μετά από αυτή την επιτυχία να κάνει θίασο.

Αυτός ο θίασος που θα κάνει καθώς και μια αλλαγή που θα επιχειρήσει στο σινεμά θα αποβούν καθοριστικά για τη μετεξέλιξη του «Αλίκη Βουγιουκλάκη» σε ρόλο καθώς και για τους αναπόφευκτους βεντετισμούς για τους οποίους θα αρχίσει να κατηγορείται, την ίδια ώρα που εκείνη θα το θεωρεί με τη χαρακτηριστική φράση που μου δήλωσε κάποτε «Ήξερα πως ήμουν ένα γερό χαρτί ι αυτό το χαρτί όφειλα να το υπερασπιστώ από εκείνους που το επιβουλεύονταν και το πολεμούσαν» .

Όμως η «Αλίκη Βουγιουκλάκη» την περιμένει στη γωνία….

 

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης: «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΗΝ «ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ» Β’ ΜΕΡΟΣ [2016]

Κι ερχόμαστε στο β’ μέρος που ετοιμάζεται να γίνει θιασάρχης και να το δει και λίγο παραπέρα στα κινηματογραφικά. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη θα βρεθεί αντιμέτωπη με την «Αλίκη Βουγιουκλάκη». ΚΙ εδώ είναι το ΚΟΜΒΙΚΟ σημείο. Για το οποίο δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Διότι έτσι και σε βάλει στο μάτι η επιτυχία, δεν μπορείς να την αποφύγεις εκτός αν θες να αυτοκτονήσεις. Κι αυτό ισχύει για όλους και για όλα κι όχι μόνο για την Αλίκη.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη λοιπόν περίμενε τέσσερα χρόνια θριάμβων σε σινεμά και θέατρο με ΣΚΥΛΙΣΙΑ εργασία, να τολμήσει να γίνει θιασάρχης. Αν σκεφθεί κανείς τι γίνεται σήμερα, μπορεί εύκολα να καταλάβει γιατί δεν βγαίνουν ανάλογες κι ανάλογοι με τις παλιές και τους παλιούς..

Και πάει και παίρνει το «REX», το θέατρο «Κοτοπούλη από το οποίο είχε «εκδιωχθεί» επί Μυράτ, το τεράστιο θέατρο «Κοτοπούλη» με βασικό συνεργάτη, που τον ορίζει στη μαρκίζα ως ΣΥΝΘΙΑΣΑΡΧΗ- ποιόν; Τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. Ο οποίος, εδώ οφείλουμε να πούμε, ότι τη λάτρευε την Αλίκη μέχρι τέλους. Κι είναι η μόνη που κατά τον ίδιο «δεν τον πρόδωσε», παρόλο ότι εδώ κάποια στιγμή συγκρούστηκαν. Κι ο «εγωιστής» κατά μερικούς Μάνος (που εδώ διαψεύδει τις φήμες των κακεντρεχών) τη συγχώρεσε και κατάλαβε ότι είχε και δίκιο εκείνη. Από την πλευρά της.

Πάμε να δούμε τι συνέβη διότι είναι καθοριστικό. Η Βουγιουκλάκη λοιπόν ως θιασάρχης θέλει να βγει με κάτι καλό. Και διαλέγει με τη συγκατάθεση του Μάνου ο οποίος θα της γράψει τη μουσική και τα τραγούδια, το «ΚΑΙΣΑΡ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ» του ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ , που είχε ανεβάσει την ΚΑΤΟΧΗ η  μέντορας της Αλίκης Κα ΚΑΤΕΡΙΝΑ με τον ΑΙΜΙΛΙΟ ΒΕΑΚΗ. Κι ήταν και επιτυχία στο σινεμά και στη σκηνή στο West End της ΒΙΒΙΑΝ ΛΗ. Και προσλαμβάνει για σκηνοθέτη τον ΑΛΕΞΗ ΣΟΛΟΜΟ που ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης και δάσκαλος στο Εθνικό κι ο οποίος με το Μάνο το καλοκαίρι έκανε τη θρυλική επιτυχία «Οδός ονείρων». Προσλαμβάνει για σκηνογράφο τον ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ και για Καίσαρα τον κομμουνιστή ΤΖΑΒΑΛΑ ΚΑΡΟΥΣΟ. Με μια παραγωγή που δεν συζητιέται, με το Μάνο να γράφει τραγούδια και με τον Σολομό, που η καλόγουστη φαντασία του ήταν παροιμιώδης ,να του δίνει κι ένα ελαφρύ άρωμα μιούζικαλ. Η πλάκα είναι ότι πήρε και καλές κριτικές, κυρίως η Αλίκη.

ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΝ; Το θέατρο όπως γέμισε έτσι κι άδειασε. Τι κι αν έγραψε ντελίριο επαίνων η φοβερή και τρομερή «ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ» στη «Νέα Εστία»; Με το που εμφανίστηκε η Αλίκη με τη μελαχρινή περούκα στη σκηνή, έπεσε μια παγωμάρα στην αίθουσα που μεταφέρθηκε σε σκηνή και παρασκήνια. Όλο το σύστημα κατέρρευσε! Επείγουσα η ανάγκη αλλαγής έργου διότι «εδώ καταστρεφόμαστε». Τότε θα γίνει κι η παρεξήγηση με τον Μάνο διότι , στον κόσμο του αυτός, και στην προσπάθεια του να την εμψυχώσει στον «ποιοτικό δρόμο που ήθελε εκείνη να πορευτεί» της λέει «μη στεναχωριέσαι «θα ανεβάσουμε τη «Λούλου»». Ένα «Μάνο τρελάθηκες;» ξεστόμισε η Αλίκη κι αυτό ήταν!» Εδώ καταστρέφομαι» του εξήγησε. «Δεν το βλέπεις». Χώρια ότι έχω και την ευθύνη όλων αυτών ανθρώπων που μάζεψα στο θίασο» συμπλήρωσε. Το τελευταίο ήταν το πρόσχημα κι ο Μάνος το ήξερε.

Και τότε η Αλίκη παίρνει επιτόπου τη μεγάλη απόφαση: Καταφεύγει στον ΑΛΕΚΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟ με τον οποίο δεν μιλιούνται. Έχουν σκοτωθεί δύο φορές. Μία στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» όπου κόντεψαν να έρθουν στα χέρια, κατέφυγαν στη διαιτησία του Φίνου, κέρδισε η Αλίκη κι ο Σακελλάριος δεν της το συγχώρεσε (για εκείνη τη σαιζόν διότι μεταξύ τους υπήρχε μια παράξενη και μεγάλη αγάπη όπου ο μπάρμπα-Αλέκος την εκτιμούσε πολύ ως χάρισμα και ταλέντο αλλά έλεγε πως «χρειάζεται χαλινάρι διότι είναι έτοιμη να γίνει ανεξέλεγκτη με τα καπρίτσια της»), τα είχαν ξαναβρεί κι έκαναν την «ΑΛΙΚΗ ΣΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ» όπου και σκοτώθηκαν εκ νέου, αυτή τη φορά έκαναν δύο χρόνια να μιλήσουν.

Είχε όμως ένα τρόπο να τον φέρνει τούμπα τον μπάρμπα- Αλέκο. Εδώ να πούμε ότι πρόβλημα με την Αλίκη είχαν οι περισσότεροι σκηνοθέτες τουλάχιστον του Φίνου. Ο Δαλιανίδης δεν ήθελε πολλές παρτίδες, ο Δημόπουλος έκανε όλες τις ταινίες μαζί της σε καθεστώς πολέμου –έτοιμος πολλές φορές να τα παρατήσει κι ο Σακελλάριος που την αγαπούσε κι είχαν μια σχέση καθηγητή και μαθήτριας , όπου όταν εκείνη τον άρχιζε στις «γαλιφιές», εκείνος ενέδιδε με τη μία, εν τούτοις…. Έβγαιναν νύχια. Μόνο με τους διευθυντές φωτογραφίας τα πήγαινε καλά διότι ‘ήθελε να τους έχει από κοντά ώστε να την φωτίζουν ωραία. Το ίδιο ακριβώς μου έχει πει κι η ΤΖΙΝΑ ΛΟΛΟΜΠΡΙΓΚΙΤΑ αλλά αυτά σε δικό της αφιέρωμα

Καταφεύγει λοιπόν στον Σακελλάριο και του λέει «Κυρ-Αλέκο σώσε με . Καταστρέφομαι». Το και το… συνέβη. Κι ο Μάνος δεν θέλει να είναι μαζί μας. Επειδή ο χρόνος ήταν περιορισμένος και δεν προλάβαινε να της γράψει εξ αρχής έργο, να συλλάβει δηλαδή νέα υπόθεση, καταφεύγει με τη σειρά του στον ΓΙΩΡΓΟ ΧΕΛΜΗ, θεατρικό επιχειρηματία του «Rex», άνδρα της Κοτοπούλη κι εχθρού ως ένα βαθμό του Μυράτ, από τα χρόνια τα παλιά, και του βρίσκει ο Χέλμης από την αποθήκη ρεπερτορίου του «Rex» μια ουγγαρέζικη (άντε πάλι!) κωμωδία που είχε παίξει στην Κατοχή ο Μυράτ με τη νύφη του Ρίτα Μυράτ, την «ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ ΑΠΟΥΣΙΑ» κι η ηρωίδα είναι μαθήτρια που αφήνει το σχολείο για να παντρευτεί κι όταν αρχίζει η πλήξη του γάμου αποζητά το σχολείο και πάει κρυφά και γράφεται στην τελευταία τάξη. Ο Σακελλάριος το επεξεργάζεται δεόντως για την Αλίκη, το μετονομάζουν σε «ΧΤΥΠΟΚΑΡΔΙΑ ΣΤΟ ΘΡΑΝΙΟ», καταφεύγει στον Πλέσσα καρφώνοντας την Αλίκη έμμεσα «έλα να γράψεις πέντε τραγούδια, μας ζητούν για ναυαγοσώστες» , το έργο ανεβαίνει το Δεκέμβρη και μόνο που δεν γκρεμίζεται το «Rex». Από την προσέλευση του κοινού τις αλά ροκ συναυλία ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του πλήθους όταν εμφανίζεται η Αλίκη με την μπλε ποδιά κι όταν χορεύει πάνω στα θρανία το τουίστ και κάνει τα σκέρτσα της.

Τεράστια επιτυχία αλλά και σοκ μαζί. Η διαπίστωση του πως θέλει το κοινό την Αλίκη! Και το δικό της δίλημμα μέχρι ποιού σημείου είναι αποφασισμένη η ίδια να το φτάσει.

Θαρρείς κι είναι καθοριστική η χρονιά και της συμβαίνει το ανάλογο και στο σινεμά. Με το «ΤΑΞΙΔΙ» θέλει να κάνει κάτι άλλο. Και βγαίνει ως ηθοποιός. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ηθοποιός . Όσο καλή στα χαριτωμένα της άλλο τόσο καλή και στα δραματικά της. Ένα ερεβώδες δράμα με την ίδια στο τέλος να πεθαίνει μαχαιρωμένη- θύμα της Μοίρας, το βγάζει ο Φίνος για Χριστούγεννα και…. Πάρτον κάτω.

Δεύτερη σφαλιάρα από εκεί. Παρόλο ότι το «Ταξίδι» κατεγράφη ως «αποτυχία» αλλά δεν ήταν κάτι τέτοιο. Απλώς για πρώτη φορά ταινία της Αλίκης δεν ερχόταν στον εισπρακτικό πίνακα πρώτη και δεύτερη αλλά… έβδομη. Δηλαδή στο top ten αλλά στην έβδομη θέση, Για την Αλίκη αυτό ήταν συνώνυμο της καταστροφής. Ως έτσι το βίωσε, ως έτσι το λειτούργησε, δεν καταδέχτηκε να υπερασπιστεί την έβδομη θέση, προτίμησε να τη βιώσει ως αποτυχία!

Κι εκεί χαλάνε οι σχέσεις με Φίνο με Δημόπουλο κλπ, κλπ ενώ μαίνονται πόλεμοι μέσα στη Φίνος Φιλμ ανάμεσα στην Αλίκη και σε ανθρώπους του περιβάλλοντος του Φίνου, όπου θα της έρθει κι άλλη σφαλιάρα και θα πάρει ένα μάθημα που θα μου το διδάξει κάποια στιγμή κι εμένα κι είναι από τα ωραία πράγματα που πήρα από αυτήν: Πως όταν έρθεις σε σύγκρουση με ένα σύστημα, το μεγάλο αφεντικό δεν θα υπερασπιστεί ποτέ εσένα , όσο καλός κι αν είσαι στη δουλειά σου, όσο μοναδικός και να είσαι. Θα σε θυσιάσει προκειμένου να μην διαταραχτεί το Σύστημα. Κι έτσι κι έγινε και βρέθηκε εκτός Φίνου, αφού πρόλαβε κι έκανε την «Ψεύτρα» με σκηνοθέτη τον Δαλιανίδη, ο οποίος δεν ήθελε συνεργασία μαζί της, εκείνη όμως ήθελε για να ξανανέβει εμπορικά και πράγματι συνέβη όμως είναι και μια ταινία που ειδικά μετά το «Ταξίδι» φαινόταν χειρότερη από όσο πραγματικά ήταν –θύμα κι η «Ψεύτρα» του ότι το κοινό θέλει «έτσι» την Αλίκη κι η Αλίκη ενδίδει.

Αυτό το «έτσι» θα μεταφραστεί πολυποίκιλα και διαφορετικά. Μένοντας «έτσι» η Αλίκη έχοντας πλέον τον Σακελλάριο στο πλευρό της, φροντίζει σε αυτή τη φάση να μην τον χάσει καθόλου. Ο Σακελλάριος γουστάρει κι ανασκουμπώνεται. Η Αλίκη πάει και βρίσκει τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη που ήταν αυτός ο οποίος την είχε πάει στο Φίνο με την «Αστέρω» και τώρα του ζητάει εκ νέου κάτι ανάλογο και την πάει στην «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης» . Η εταιρία αυτή ήταν η αυτοκρατορία της κινηματογραφικής διανομής στην Ελλάδα. Ήθελε όμως να στραφεί και στην εγχώρια αγορά διότι έβλεπε πως οι ελληνικές ταινίες είχαν πέραση και πως οι αίθουσες τις προτιμούσαν. Η «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης» εκπρόσωπος των περισσότερων και μεγαλύτερων στούντιο του Χόλυγουντ έβλεπε να χάνει αίθουσες οι οποίες προτιμούσαν να παίζουν ελληνικά που τους έφερναν περισσότερα. Κι ήρθε και για αυτούς η χρυσή ευκαιρία. Με τη θεατρική επιτυχία έτοιμη, με την Αλίκη μαθήτρια και πάλι, με τον Σακελλάριο έτοιμο να πάρει το τιμόνι, με τον Παπαμιχαήλ να παίξει το ρόλο με τον οποίο Παπαμιχαήλ δεν υπάρχει ακόμα σχέση προσωπική, παρά μόνο συνεργασία με καυγάδες που δεν δικαιολογούνται όλα αυτά τα χρόνια τόσοι πολλοί καυγάδες- για να αποδειχτεί μετά από καιρό  ότι παραήταν «ύποπτοι» κι έκρυβαν άλλο πράγμα. Και ως κερασάκια στην τούρτα έχουμε αφενός πως ο Κλέαρχος με τη «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης» κάνουν deal με Τούρκους για ελληνοτουρκική συμπαραγωγή , για δύο βερσιόν, μία ελληνική και μία τουρκική, επωφελούμενοι από το ότι η Αλίκη θα πάει με το θίασο της στην Πόλη, καλοκαίρι του 1963, πριν γίνει ο τελευταίος εκκαθαριστικός διωγμός των Ελλήνων του 1964, για να παίξει το «Χτυποκάρδια στο θρανίο» και κάποια ακόμα. Δεν υπήρχε marketing, που στην Αμερική θα τους χρυσοπλήρωναν για τέτοιες «στρατηγικές», είχαν μυαλό οι άνθρωποι απλώς .ΚΙ αυτό δείχνει ποια ήταν η Αλίκη και ποιοι την υπέγραφαν, ποιοι τη στήριζαν, ποιοι την ΠΙΣΤΕΥΑΝ.

Και το κεράκι της τούρτας πάνω από το κερασάκι ονομάζεται ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ. Όταν επαναλάμβανε η Αλίκη «την αγάπη του Μάνου για μένα την ξέρει το πανελλήνιο», δεν μιλούσε κουτουράδα. Ο Μάνος που αρνήθηκε να γράψει τα τραγούδια για το ίδιο έργο στο θέατρο, έρχεται να της κάνει το μεγάλο δώρο: Να της τα γράψει για τον κινηματογράφο στο νέο της ξεκίνημα σε άλλη εταιρία. Κι έτσι θα ρίξουν τον Πλέσσα , θα τον αφήσουν με το ρόλο του «ναυαγοσώστη». Αφού εμφανίστηκε Μάνος!….

Μπορεί το αφεντικό να σε θυσιάσει για το Σύστημα αυτοί όμως που πιστεύουν σε σένα, θα έρθουν με σένα κι όχι με το αφεντικό. Χατζιδάκις και Σακελάριος πήγαν με την Αλίκη, ο Μάνος δεν ξανάγραψε ποτέ μουσική για το Φίνο.

Άλλο ένα μάθημα, αυτό όμως η Αλίκη από σεμνότητα δεν το διατύπωσε σε δόγμα.

Έτσι λοιπόν η Αλίκη θα φτιάξει του Φίνου μια ανταγωνιστική εταιρία, τη «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης» στην οποία θα κάνει έξη ταινίες και μετά θα του φτιάξει και δεύτερη ανταγωνιστική, όταν ο Παπαμιχαήλ θα πλακωθεί με τον Βίκτωρα Μιχαηλίδη ένα βράδυ παρεξήγησης κι η Αλίκη θα συμπαρασταθεί στο Δημήτρη (ναι, διότι είχε «μπει» στο γάμο αλλά ….. αλλά….) και θα τον ακολουθήσει σε εταιρία που δεν είναι τότε μεγάλη αλλά η Αλίκη θα την κάνει Νο 1 ανταγωνιστική του Φίνου κι ας γυρίσει σε αυτή την εταιρία, την «ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ», τις τρεις χειρότερες ταινίες της. Με αποκορύφωμα «ΤΟ ΠΙΟ ΛΑΜΠΡΟ ΑΣΤΕΡΙ», την «καλύτερη» από τις τρεις χειρότερες, που θα βγει ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1967 και θα κάνει τον Φίνο να τρέχει με νέφτι..

Οπότε θα της ζητήσει να επιστρέψει στην οικογένεια της «Φίνος Φιλμ» με τους δικούς της πλέον όρους. Κι η αθεόφοβη θα κάνει εκεί ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες όπου θα ξανασκοτωθεί με το Φίνο και με το σύστημα του αλλά θα του έχει κάνει κάτι ρεκόρ εισιτηρίων με την «αρχόντισσα κι ο αλήτης», τη «δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» και την ανυπέρβλητη «Υπολοχαγό Νατάσα», θα γίνουν μακελειά κι όταν αποφασίσει να τα ξαναβροντήξει είναι και το σινεμά σε ετοιμόρροπη κατάσταση

Όμως ναι μεν αυτά τα έφτιαξε η Αλίκη και δυνάμωσε το όνομα αλλά αυτά όλα είχαν να κάνουν με το «Αλίκη Βουγιουκλάκη». Κι εδώ είναι η ΑΧΜΗ ΤΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ.

Είναι πως συνειδητά επαναλαμβάνει πλέον αυτό που θέλει από αυτήν ο κόσμος. Κι όταν κάνεις αυτές τις ουρές και τα εισπράξεις δεν μπορείς να το προσπεράσεις εύκολα. Αυτό θα φανεί εντονότερα όταν θα πάει στην ¨Καραγιάννης Καρατζόπουλος» όπου εκεί είναι τελείως ανεξέλεγκτη, κάνει ότι θέλει και τα κάνει με βάση το «Αλίκη Βουγιουκλάκη». Δεν υπάρχει σκηνοθέτης να την ελέγξει, τα εισιτήρια τρέχουν, εκείνη παίζει το ανταγωνιστικό της παιχνίδι με το Φίνο. Κι έχει σκοτωθεί οριστικά κι αμετάκλητα και με τον Σακελλάριο, έχουν πάει και στα δικαστήρια.

…ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Στο θέατρο επιμένει η «δύστυχη». ΚΙ όταν παντρεύεται με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και κάνουν τον θίασο Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, πάντα με κάτι καλό ξεκινάνε. «ΚΟΛΟΜΠ» του Ζαν Ανούιγ στο ξεκίνημα της θεατρικής θιασαρχικής τους συνεργασίας που εκδηλώνεται κι ο έρωτας και προκύπτει κι ο γάμος και φέρονται κι οι δύο λίγο άκαρδα στη ΔΕΣΠΩ τη ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ που είναι αυτή η οποία είχε τη «φαεινή» ιδέα να τους προτείνει να ενωθούν θεατρικά.. Εν πάση περιπτώσει. Πάντως με Ανούιγ ξεκίνησαν. Δεν τράβηξε όμως πολύ κι αυτός κι επέμεινε η Αλίκη στο καλό κι ανέβασαν τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου. Αργότερα βέβαια, όταν θα έχει χωρίσει από τον Παπαμιχαήλ, θα τον ανεβάσει ως μιούζικαλ και θα τον ευχαριστηθεί ακόμα περισσότερο διότι οι ουρές στο Κηποθέατρο δεν υπολογίζουν ούτε καύσωνα. Είμαστε όμως ακόμα στο «Κεντρικόν»

Τον επόμενο χρόνο, που ξαναπάνε στο «Rex» ξεκινούν με το «Ο κόσμος της Σούζυ Βογκ» και φέρνουν για σκηνοθέτη τον ΠΕΛΟ ΚΑΤΣΕΛΗ. Από δάσκαλο σε δάσκαλο. Την προηγούμενη χρονιά είχαν τον ΜΗΤΣΟ ΛΥΓΙΖΟ. Σε ένα μήνα το κατεβάζουν το ρημάδι. Βγήκε η Αλίκη με μαύρη περούκα πάλι ως πουτανίτσα Κινεζούλα. Πώς να γεμίσει το «Rex»;

«ΚΥΡ-ΑΛΕΚΟ ΒΟΗΘΕΙΑ» αναφώνησε και πάλι αλλά αυτή τη φορά φαίνεται πως είχαν προετοιμαστεί σε περίπτωση πανικού κι ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ έφερε νέα κωμωδία, το «Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΡΙΑ» που όχι μόνο έβγαλε σαιζόν αλλά συνεχίστηκε και το καλοκαίρι όπου δεν τους χωρούσαν τα υπάρχοντα θέατρα και κατέφυγαν στον ΕΘΝΙΚΟ ΚΗΠΟ στο επιθεωρησιακό θέατρο του Μπουρνέλη για στήσουν και την «Πορεία Ειρήνης» πιο θεαματικά κι όχι συμβατικά ,όπως το χειμώνα, και την έκαναν και ταινία κι ήρθε πρώτη και τα υπόλοιπα είναι ιστορία

Τον παραπέρα χρόνο πάλι με κάτι ποιοτικό ξεκινά, για να ικανοποιείται κι ο Παπαμιχαήλ και το ήθελε κι η Βουγιουκλάκη αυτό τόσο για την ηρεμία του συζυγικού βίου όσο και για την ίδια, για να παίζει και κάτι διαφορετικό. Κι ανεβάζουν «ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ Τ’ ΑΡΝΙ» του ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ με σκηνοθέτη πάλι δάσκαλο, τον ΚΩΣΤΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ και σε τέσσερις μήνες «ΑΧ ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ» Τσιφόρος-Βασιλειάδης.

Πάντα ξεκίναγαν με κάτι «ποιοτικό» για να μην γκρινιάζει ο Παπαμιχαήλ, το έργο κατέβαινε σχεδόν άρον, έτρεχαν σε Σακελλάριους και Τσιφόρους για την Αλίκη πλέον και το θέατρο  έφερνε καρέκλες κι από το μπαρ για να καθίσει ο κόσμος

Πώς να μην επηρεαζόταν μετά από αυτό η σχέση τους; Ανταγωνισμός αναπόφευκτος.

Το κοινό ήθελε «Αλίκη Βουγιουκλάκη» κι η Βουγιουκλάκη δεν άντεχε να το χάσει. Κι επειδή είχε ως καλλιτέχνης τις αγωνίες της, κοίταγε να ανεβάζει και κάτι καλό, πολύ συχνά, το οποίο όμως φρόντιζε να το παίζει μέσα από το «Αλίκη Βουγιουκλάκη»

Άλλη παράσταση έβλεπες το βράδυ της Πέμπτης που πήγαιναν οι κάπως πιο εστέτ, άλλη στη λαϊκή απογευματινή της Τετάρτης, το δε Σάββατο γινόταν το σώσε. Στα καλά καθούμενα τίναζε το μαλλί κι έπαιρνε χειροκρότημα, μερικές φορές είχε το Γιαννάκη να κάθεται πρώτη σειρά κι εκείνη να του στέλνει φιλιά και το κοινό να ωρύεται από ηδονή αλλά αν πήγαινες βραδινή Πέμπτης ή Τρίτης έβλεπες μια παραστασάρα με την Αλίκη ηθοποιό 100 ο/ο είτε κωμική είτε δραματική, ότι όριζε το έργο.

Κι όπως έγραψα στο Α’ Μέρος του αφιερώματος αυτού για τους συνθέτες που έγραψαν για αυτήν, σχετικά με το ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ, ας κάνω εδώ μια παρένθεση για να πω ποιοι πήγαν και την σκηνοθέτησαν, για να ξέρουμε και τι λέμε: (εκτός από τους δασκάλους που ανέφερα πριν): ΜΙΝΩΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ, ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΚΑΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΧΛΗΣ,ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΡΟΥΛΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΕΜΟΥΝΔΟΣ , ΔΙΑΓΟΡΑΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, μέχρι κι ο ΜΑΟΥΡΟ ΜΠΟΛΟΝΙΝΙ (με τον οποίο όμως σκοτωθήκανε στην «ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΜΕΛΙΕΣ» διότι η Αλίκη ετοίμαζε στις πρόβες και μια «βερσιόν» για τις λαϊκές απογευματινές» κι εκεί της είπε τότε κάποιος μεγάλος μας συνθέτης «Αλίκη μου απόψε έπαιξες όχι την “κυρία με τις καμέλιες” αλλά την “κυρία με τις γαρδένιες»)

Το «Αλίκη Βουγιουκλάκη» όμως συνοδευόταν κι από φρεσκάδα, από νιότη, από δροσιά. ΚΙ έπρεπε μέσα σε όλα τα άλλα, να διατηρεί κι αυτό. Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση. Δεν ξέρω τι έκανε, δεν ξέρω τι έβαζε μέσα της ή έξω της, ξέρω όμως πολύ καλά ότι δεν υπήρχε παρέα ή τραπέζι που δεν θα γινόταν κάποια στιγμή κουβέντα για την ηλικία της και για το πόσο νέα κρατιέται.

Άλλο ένα ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΒΑΡΟΣ.

Όταν χώρισε τον Παπαμιχαήλ , δεν υπήρχε πια κινηματογράφος, έφερε τα μιούζικαλ. Παραστάσεις που στην Ελλάδα δεν είχαμε δει. Η αφετηρία ήταν η «ΚΑΜΠΙΡΙΑ» με κάτι σκηνικά του ΒΑΣΙΛΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ που μεθούσαμε και το αποκορύφωμα ήταν η «ΕΒΙΤΑ». Όπου στη σκηνή του τελευταίου διαγγέλματος, ακόμα και στις λαϊκές απογευματινές, επειδή ίσως ήταν και σύντομη η σκηνή σαν να έλεγε «Σκάστε, αυτή τη σκηνή θα τη δείτε, θα με δείτε να παίζω»

Και μετά , επαναλαμβανόταν. Ώσπου κάποια στιγμή της τέλειωναν και τα μιούζικαλ. Έφαγε και μια πίκρα με την Επίδαυρο (όσο σκέφτομαι ότι δίνουν βραβείο στο Ρουβά κι αποδοκίμασαν την Αλίκη-όχι το κοινό αλλά ο Τύπος) (όχι ότι ήταν καλή, καθόλου καλή δεν ήταν, δεν είχε λόγο να παίξει τραγωδία, η Λαμπέτη, ο Χορν, η Μανωλίδου, η Κατερίνα, η Κυβέλη, ο Παππάς  δεν έπαιξαν ποτέ- εκεί κάπου κάτι την έπιασε, ίσως επειδή έπαιξε η Τζένη Καρέζη κι είπε «γιατί όχι κι εγώ;». Την πείραξε πάντως η έχθρα μερίδας του Τύπου.

Την πείραξε κι ως οριστικό ότι το «Αλίκη Βουγιουκλάκη» της είναι αναπόφευκτο αν θέλει να συνεχίσει.

Γι αυτό κι ανατρίχιασα τότε με την κουβέντα του Βολανάκη ως εξήγηση για το θάνατο της. Πως ο Καρκίνος τη «λύτρωσε». Πως η ίδια «είχε κουραστεί να παίζει την «Αλίκη Βουγιουκλάκη».

Τα κείμενα είναι παρμένα από την ιστοσελίδα του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη  www.pantimo.gr στην οποία δε θα βρείτε μόνον τις κριτικές του αγαπητού κριτικού αλλά και πολλά άρθρα που αφορούν την ιστορία του κινηματογράφου και του Θεάτρου μας. Πραγματικός θησαυρός.

 

 

 

+ There are no comments

Add yours

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.